- προσεξυβρίζω
- προσεξ-υβρίζω,A maltreat besides, Heraclit.All.52 ([voice] Pass.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσεξυβρίζω — Α [ἐξυβρίζω] μεταχειρίζομαι ακόμη κάποιον με τρόπο υβριστικό … Dictionary of Greek
προσεξυβρίζωνται — προσεξυβρίζω maltreat besides pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)